Τις τελευταίες μέρες, και με αφορμή τη συνάντηση των πλουσίων, των πλανητικών εξουσιαστών, και ενίων άλλων εξαιρετικά επιδραστικών ντενεκέδων, στο Νταβός, επέστρεψε ως θέμα η ίδια η μακροβιότητα-βιωσιμότητα του καπιταλισμού. Από τα ελβετικά τραπέζια συζητήσεων εκπέμφθηκε μήνυμα ανησυχίας: αν η κατάσταση συνεχιστεί στην ίδια τροχιά για δύο-τρία ακόμη χρόνια, λέχθηκε, το σύστημα κινδυνεύει να καταστραφεί ολοσχερώς. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, οι προβλέψεις αυτές είναι περισσότερο απειλητικές από εκείνες δεδηλωμένων αντικαπιταλιστών, όπως ο Βαλερστάιν, που ήδη δέκα χρόνια πριν από την κρίση του 2008 προφήτευε την έκλειψη του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά σε μια χρονική προοπτική διπλάσια από αυτήν των νταβοσιανών.
Είναι βάσιμες, όμως, αυτές οι ανησυχίες; Ή πρόκειται για μεγαλοκαπιταλιστικές υστερίες, που διανθίζουν με new age ή άλλα αποκαλυψιακά «οράματα» βαρετές συνάξεις στα τέσσερις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο; Τελικά, κινδυνεύει το σύστημα με κατάρρευση, όπως πολλοί πλέον ισχυρίζονται;
Νομίζω πως μπορούμε να σκεφτούμε γόνιμα αν μετατοπίσουμε λίγο τη συζήτηση. Είναι παραπάνω από εμφανές πως τα τέσσερα τελευταία χρόνια όλα όσα έχουν επιχειρηθεί ως υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης δεν φαίνεται να δίνουν λύση. Καμιά συνεκτική στρατηγική δεν έχει παρουσιαστεί από τη μεριά των κυρίαρχων. Το μόνο που φαίνεται να τους ενοποιεί ενεργητικά είναι μια απόφαση να επιτεθούν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, επιχειρώντας να μεταφέρουν τα βάρη της κρίσης αποκλειστικά πάνω τους. Στην πραγματικότητα, η συνολική αστική στρατηγική σε παγκόσμιο επίπεδο συνίσταται στο –φανατικά υλοποιούμενο– «φάτε τους και θα δούμε». Η ακραία αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, μόνιμη και διαχρονική επιδίωξη του κεφαλαίου σε κάθε μια από τις ιστορικές κρίσεις του συστήματος τους δύο τελευταίους αιώνες, επιτρέπει την ανάσχεση της πτωτικής κερδοφορίας στις συνθήκες της υπερσυσσώρευσης, δεν επιλύει, ωστόσο, το πρόβλημα. Ως δεδομένη συνθήκη, μάλιστα, υποδεικνύει πόσο μακριά από μια ρεαλιστική απεικόνιση της κατάστασης που επικρατεί στον κόσμο σήμερα είναι οι νεοκεϋνσιανές «προτάσεις διεξόδου», που φαντασιώνονται πως το ίδιο το συμφέρον του συστήματος θα μπορούσε να επιβάλει μια μεγάλη στροφή στην οικονομία προς όφελος του … 99%. Απλώς, δεν ισχύει – όπως δεν ίσχυσε και ποτέ άλλοτε.
Η επιστροφή στη μεταπολεμική –«κεϋνσιανή»– συνθήκη για το σύστημα είναι απαγορευμένη επιλογή. Και τότε, άλλωστε, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα των ταξικών αγώνων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, παρά «επιλογή» του συστήματος: η κρίση του ‘30 είχε «επιλυθεί» με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του κόσμου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συναίνεση της «χρυσής εποχής», για να το πω αλλιώς, ήταν η τελική απάντηση στην απειλή του ’17 και στους όρους που αυτό δημιούργησε για τον καπιταλιστικό κόσμο. Δεν επρόκειτο περί «επιλογής».
Έστω και έτσι, όμως, γιατί δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια παρόμοια ρύθμιση σήμερα, όχι από επιλογή, αλλά «αναγκαστικά»; Αυτό είναι που θέτουν στην πραγματικότητα οι νεοκεϋνσιανοί, όταν επικαλούνται το ίδιο το συμφέρον του συστήματος.
Νομίζω πως την καλύτερη απάντηση σε αυτό την έδωσε στις αρχές του Δεκεμβρίου, σε άρθρο του στους Financial Times (στο πλαίσιο ενός αφιερώματος με θέμα “Capitalism in Crisis”) ο Lawrence Summers. Ο Summers δεν είναι τυχαίος: ο υπ’ αριθμόν ένα άνθρωπος του Κλίντον αποτελεί εισηγητή και «πυλώνα» της περίφημης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», της καπιταλιστικής στρατηγικής, δηλαδή, που διαμόρφωσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την κατάσταση του κόσμου στα 20 τελευταία χρόνια. Ο Summers, λοιπόν, ισχυρίζεται πως για τις «αρρυθμίες» που παρατηρούνται μετά το 2008, όπως π.χ. η μεγάλη ανεργία, δεν ευθύνεται ο καπιταλισμός, αλλά η … τεχνολογία με την ευρύτερη έννοια. Ας δούμε την αφήγησή του, όπως τη συνοψίζει ο Michael Roberts [1]: «Έτσι, η γεωργία έδωσε τη θέση της στη βιομηχανία στον 19ο αιώνα και, εξαιτίας αυτού, άνθρωποι έχασαν τη βιωτή τους και η ανισότητα αυξήθηκε. Κατόπιν, στον 20ο αιώνα, η βιομηχανία έδωσε τη θέση της στις υπηρεσίες και το ίδιο πράγμα συνέβη ξανά. Τώρα, στον 21ο αιώνα, όλες οι δουλειές και τα εισοδήματα εντοπίζονται σε τομείς που αυξάνουν την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η κατοικία, και όχι σε αγαθά ή άλλες χαμηλής αξίας υπηρεσίες. Το πρόβλημα είναι …πως αυτές οι δραστηριότητες ανήκουν κυρίως στο δημόσιο τομέα και δεν υπόκεινται στο κίνητρο του κέρδους».
Ο Summers μας λέει, συνεπώς, πως η κερδοφορία δεν είναι πλέον αρκετή στον υφιστάμενο ιδιωτικό τομέα και, επομένως, για να σώσουμε τον καπιταλισμό, άρα και την …ευημερία μας, πρέπει να καταστρέψουμε κι άλλες δημόσιες υπηρεσίες, περνώντας το προϊόν τους στη σφαίρα του εμπορεύματος. Άρα, η λύση στα τωρινά μας προβλήματα είναι ακόμη περισσότερος καπιταλισμός.
Η ανάλυση είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Ένας γκουρού του καπιταλισμού εξηγεί πως η κατάσταση είναι απολύτως χωρίς επιστροφή. Το κεφάλαιο όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει σφαίρες δραστηριότητας, προστατευμένες μέχρι πρότινος προς όφελος όλου του πληθυσμού, αλλά είναι υποχρεωμένο, επί ποινή εξαφάνισης, να αποικιοποιήσει το σύμπαν ολόκληρο, αν είναι δυνατόν. Όσοι, λοιπόν, πιστεύουν πως μια ορισμένη αποεμπορευματοποίηση, μαζί με μια κάποια επιστροφή του κράτους στην οικονομία, είναι συμβατές με τις τωρινές απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πλανώνται πλάνην οικτράν.
Αυτός λοιπόν είναι ένας επιπλέον λόγος να προβάλλουμε εντονότερα την επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Αν ο καπιταλισμός δεν μπορεί να γίνει πλέον ούτε μετρίως υποφερτός, όπως οι εγκυρότεροι απολογητές του παραδέχονται, δεν είναι καιρός να κάνουμε τον αντικαπιταλισμό κύριο στοιχείο της άμεσης παρέμβασής μας;