Γράφει η Λιάνα κανέλλη
Μας φοβούνται. Μας τρέμουν. Εμάς όλους τους πολλούς που δεν τους πιστέψαμε, δεν τους ακολουθήσαμε. Μας τρέμουν όμως κι όλους εκείνους που είπαν χρόνια το ναι, άλλοτε αβίαστα και βολεμένα, άλλοτε ταπεινά κι εκβιασμένα στην άρχουσα τάξη της αστικής «νομοτέλειας»….
Αυτής που πούλησε με περισσή αυθάδεια κι ικανότητα, με άκρως
πετυχημένη μετεμφυλιακή και μεταδικτατορική προπαγάνδα, με πλούσια
βοήθεια από ξένα κέντρα αποφάσεων, απέραντα φύκια για απέραντες
μεταξωτές κορδέλες.
Φοβούνται και πουλάνε φόβο, καθώς οι ξεγελασμένοι όταν φτωχύνουν στη ζωή τόσο όσο και στα όνειρα για μια καλύτερη ζωή, είναι απρόβλεπτοι κινούμενοι στην κόλαση των άλλων. Γιατί συνειδητοποιούν ότι η κόλαση είναι οι άλλοι.
Η λαϊκή εξουσία είναι οικονομία και έλεγχος και διανομή του πλούτου και παραγωγή ζωής κι ευτυχίας, είναι εργαλείο για κοινή, ομαδική, κοινωνικά δίκαιη και καθόλου νομοτελειακά, απλώς ιστορικά αναγκαία πρόοδος του συνόλου. Οταν έρχεται ως απότοκος των κοινωνικών σπλάχνων μοιράζεται στη βάση και στον καθένα ως δικαίωμα. Κατακτημένο με θυσίες και αγώνες.
Με αποκοτιές και ανερμήνευτους ανυπολόγιστους ηρωισμούς. Είναι κοινός Γολγοθάς. Δεν είναι προνόμιο και πορφύρα. Είναι ανάληψη καθηκόντων και ευθύνης. Απ’ τον καθένα κατά τις δυνάμεις του στον καθένα κατά τις ανάγκες του. Δεν είναι θρόνος και θώκος ή κάστρο ματαιόδοξων ζόμπι με την προσωρινή ψευδαίσθηση της αθανασίας.
Η ώρα της μεγάλης σύγκρουσης έφτασε. Βίαια και για πάμπολλους αιφνιδιαστικά. Για όσους δεν άκουσαν είτε γιατί δεν μπόρεσαν είτε γιατί δε θέλησαν τις κόκκινες «κασσάνδρες» και για το δούρειο και για τον ίππο. Ας ακουστούν τώρα.
Που βγήκαν παγανιά οι φονιάδες με εξαιρετική λογιστική και προπαγανδιστικά άρτια επικοινωνιακή υποστήριξη. Με ψεύτικα διλήμματα να πατάνε στα πραγματικά. Ελευθερία ή θάνατος. Ελευθερία για την τάξη μας θάνατος για σας, αναμασούν αμήχανα σαν καπεταναίοι σε νερόλακκο…
Γιατί η ελευθερία μας είναι ο θάνατός σας τώρα, απαντάμε, αυτοί που ορίσαμε να φυλάμε Θερμοπύλες. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ισαμε και καταπάνω στο φως δεν πας με αλυσίδες περασμένες για μαργαριτάρια στο λαιμό των πεινασμένων κι άβουλων. Πας με τα απαστράπτοντα οστά των θυσιασμένων να φωτίζουν και να θερμαίνουν τις βαριές κι ασήκωτες καρδιές, καλά φυλαγμένα στον κόρφο, με στεγνωμένα δάκρυα. Πας με την οργή που γεννάει τ’ άδικο και την θέλεις να γίνεται συντεταγμένη ορμή, τρομερή απάντησή σου.
Συντρόφια, πρέπει να τους αφοπλίζουμε κάθε λεπτό. Με το που ανοίγουν το στόμα τους ξερνάνε το κάψιμο του πάγου, που ακουμπιέται σαν αναλγητικό πάνω στο τσακισμένο απ’ το ξύλο σώμα και μένει εκεί, ώσπου παρασυρμένο απ’ την προσωρινή ανακούφιση να καίγεται και να μαυρίζει χωρίς να φταίει ο σωτήρας…
Ιδού το χυδαίο και φανερά κρυμμένο όπλο των τελευταίων ημερών: Ολοι τους και καθένας χωριστά οι δήμιοι, βγαίνουν και διατυμπανίζουν πως πέθαναν απ’ την κούραση και κατάφεραν να μιλάνε και να συμφωνούνε την ποινή που θα μας επιβάλουν επί δεκαπέντε ώρες συνεχόμενες.
«Δέκα ώρες ήμαστε κλεισμένοι εκεί μέσα», λέει ο ένας, «ξενυχτήσαμε για χάρη σας» λέει ο άλλος!!! Ξοδεύουν, λένε, ώρες μαύρες και δύσκολες, ώ ρ ε ς ! Ρε οι άτιμοι! Για να καταπιούν τα χρόνια της δουλειάς και της ζωής μας, της περασμένης και της μελλοντικής.
Ω ρ ε ς ! ξόδεψαν, ας τους λυπηθούμε, για να πεινάσει αυτός που σάπισε 15ωρα στις φάμπρικες, 24ωρα στα χωράφια, μέρες ατέλειωτες κι ολόιδιες φυλακισμένος σε γραφεία, με άγριους μήνες στις θάλασσες και γερασμένος πάνω στα τιμόνια, κυρτωμένος πάνω απ’ τα βιβλία μ’ άδειο συχνά στομάχι, μια ζωή στην οικοδομή… Λυπηθείτε το δήμιο!
Που έκοβε δικαιώματα και κεφάλια κυριολεκτικά επί ώ ρ ε ς κι ύστερα έκανε και το γκαρσόνι στους δράκουλες, κουβαλώντας το ασήκωτο βαρέλι με το αίμα μας σ’ ασημένια κύπελλα για να το πιουν.
Βρε άι στα τσακίδια και τον ιστορικό αγύριστο!
Καταραμένα χ ρ ό ν ι α μ α ς οι ώρες τους δ ε θ α γ ί ν ο υ ν. Γιατί το ξέρουνε και μπορούμε να το αποδείξουμε πως, μόνο αν είναι οι ώρες τους μετρημένες θα ξορκίσουμε τα χρόνια και θα τα ‘χουμε δικά μας. Το λάδι απ’ το καντήλι το ‘χει και το βαστάει αναμμένο αυτός που φυτεύει, μεγαλώνει, μαζεύει τις ελιές, τις κάνει και λάδι και τρέφεται και τρέφει, γιατί τις έχει κι είναι αφέντης και παραγωγός και εισπράκτορας των κόπων του.
Κάθε λαός αφέντης έχει και το λάδι και το φιτίλι του κύριος στον τόπο και το βιος του. Και μόνο τότε δε σβήνει ούτε απ’ τις θύελλες το καντήλι του.
ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης
Μας φοβούνται. Μας τρέμουν. Εμάς όλους τους πολλούς που δεν τους πιστέψαμε, δεν τους ακολουθήσαμε. Μας τρέμουν όμως κι όλους εκείνους που είπαν χρόνια το ναι, άλλοτε αβίαστα και βολεμένα, άλλοτε ταπεινά κι εκβιασμένα στην άρχουσα τάξη της αστικής «νομοτέλειας»….
Φοβούνται και πουλάνε φόβο, καθώς οι ξεγελασμένοι όταν φτωχύνουν στη ζωή τόσο όσο και στα όνειρα για μια καλύτερη ζωή, είναι απρόβλεπτοι κινούμενοι στην κόλαση των άλλων. Γιατί συνειδητοποιούν ότι η κόλαση είναι οι άλλοι.
Η λαϊκή εξουσία είναι οικονομία και έλεγχος και διανομή του πλούτου και παραγωγή ζωής κι ευτυχίας, είναι εργαλείο για κοινή, ομαδική, κοινωνικά δίκαιη και καθόλου νομοτελειακά, απλώς ιστορικά αναγκαία πρόοδος του συνόλου. Οταν έρχεται ως απότοκος των κοινωνικών σπλάχνων μοιράζεται στη βάση και στον καθένα ως δικαίωμα. Κατακτημένο με θυσίες και αγώνες.
Με αποκοτιές και ανερμήνευτους ανυπολόγιστους ηρωισμούς. Είναι κοινός Γολγοθάς. Δεν είναι προνόμιο και πορφύρα. Είναι ανάληψη καθηκόντων και ευθύνης. Απ’ τον καθένα κατά τις δυνάμεις του στον καθένα κατά τις ανάγκες του. Δεν είναι θρόνος και θώκος ή κάστρο ματαιόδοξων ζόμπι με την προσωρινή ψευδαίσθηση της αθανασίας.
Η ώρα της μεγάλης σύγκρουσης έφτασε. Βίαια και για πάμπολλους αιφνιδιαστικά. Για όσους δεν άκουσαν είτε γιατί δεν μπόρεσαν είτε γιατί δε θέλησαν τις κόκκινες «κασσάνδρες» και για το δούρειο και για τον ίππο. Ας ακουστούν τώρα.
Που βγήκαν παγανιά οι φονιάδες με εξαιρετική λογιστική και προπαγανδιστικά άρτια επικοινωνιακή υποστήριξη. Με ψεύτικα διλήμματα να πατάνε στα πραγματικά. Ελευθερία ή θάνατος. Ελευθερία για την τάξη μας θάνατος για σας, αναμασούν αμήχανα σαν καπεταναίοι σε νερόλακκο…
Γιατί η ελευθερία μας είναι ο θάνατός σας τώρα, απαντάμε, αυτοί που ορίσαμε να φυλάμε Θερμοπύλες. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ισαμε και καταπάνω στο φως δεν πας με αλυσίδες περασμένες για μαργαριτάρια στο λαιμό των πεινασμένων κι άβουλων. Πας με τα απαστράπτοντα οστά των θυσιασμένων να φωτίζουν και να θερμαίνουν τις βαριές κι ασήκωτες καρδιές, καλά φυλαγμένα στον κόρφο, με στεγνωμένα δάκρυα. Πας με την οργή που γεννάει τ’ άδικο και την θέλεις να γίνεται συντεταγμένη ορμή, τρομερή απάντησή σου.
Συντρόφια, πρέπει να τους αφοπλίζουμε κάθε λεπτό. Με το που ανοίγουν το στόμα τους ξερνάνε το κάψιμο του πάγου, που ακουμπιέται σαν αναλγητικό πάνω στο τσακισμένο απ’ το ξύλο σώμα και μένει εκεί, ώσπου παρασυρμένο απ’ την προσωρινή ανακούφιση να καίγεται και να μαυρίζει χωρίς να φταίει ο σωτήρας…
Ιδού το χυδαίο και φανερά κρυμμένο όπλο των τελευταίων ημερών: Ολοι τους και καθένας χωριστά οι δήμιοι, βγαίνουν και διατυμπανίζουν πως πέθαναν απ’ την κούραση και κατάφεραν να μιλάνε και να συμφωνούνε την ποινή που θα μας επιβάλουν επί δεκαπέντε ώρες συνεχόμενες.
«Δέκα ώρες ήμαστε κλεισμένοι εκεί μέσα», λέει ο ένας, «ξενυχτήσαμε για χάρη σας» λέει ο άλλος!!! Ξοδεύουν, λένε, ώρες μαύρες και δύσκολες, ώ ρ ε ς ! Ρε οι άτιμοι! Για να καταπιούν τα χρόνια της δουλειάς και της ζωής μας, της περασμένης και της μελλοντικής.
Ω ρ ε ς ! ξόδεψαν, ας τους λυπηθούμε, για να πεινάσει αυτός που σάπισε 15ωρα στις φάμπρικες, 24ωρα στα χωράφια, μέρες ατέλειωτες κι ολόιδιες φυλακισμένος σε γραφεία, με άγριους μήνες στις θάλασσες και γερασμένος πάνω στα τιμόνια, κυρτωμένος πάνω απ’ τα βιβλία μ’ άδειο συχνά στομάχι, μια ζωή στην οικοδομή… Λυπηθείτε το δήμιο!
Που έκοβε δικαιώματα και κεφάλια κυριολεκτικά επί ώ ρ ε ς κι ύστερα έκανε και το γκαρσόνι στους δράκουλες, κουβαλώντας το ασήκωτο βαρέλι με το αίμα μας σ’ ασημένια κύπελλα για να το πιουν.
Βρε άι στα τσακίδια και τον ιστορικό αγύριστο!
Καταραμένα χ ρ ό ν ι α μ α ς οι ώρες τους δ ε θ α γ ί ν ο υ ν. Γιατί το ξέρουνε και μπορούμε να το αποδείξουμε πως, μόνο αν είναι οι ώρες τους μετρημένες θα ξορκίσουμε τα χρόνια και θα τα ‘χουμε δικά μας. Το λάδι απ’ το καντήλι το ‘χει και το βαστάει αναμμένο αυτός που φυτεύει, μεγαλώνει, μαζεύει τις ελιές, τις κάνει και λάδι και τρέφεται και τρέφει, γιατί τις έχει κι είναι αφέντης και παραγωγός και εισπράκτορας των κόπων του.
Κάθε λαός αφέντης έχει και το λάδι και το φιτίλι του κύριος στον τόπο και το βιος του. Και μόνο τότε δε σβήνει ούτε απ’ τις θύελλες το καντήλι του.