Ο μύθος λέει πως οι καλικάντζαροι είναι μικρόσωμοι, τριχωτοί, αποκρουστικοί, κοκκαλιάρηδες, με πολύ μακριά χέρια, έχουν ουρά και είναι μαυριδεροί. Ζουν στα έγκατα της γης και με μεγάλα πριόνια ή μπαλτάδες πασχίζουν να κόψουν τον μεγάλο ξύλινο στύλο που κρατά τη γη στη θέση της. Ο στύλος όμως είναι πολύ μεγάλος και παχύς. Γι΄αυτό χρειάζεται επίπονη και επίμονη προσπάθεια για να μπορέσει να κοπεί.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι είναι πολύ κοντά στον στόχο τους και το στήριγμα της γης είναι πια ετοιμόρροπο. Γι΄αυτό είναι πολύ χαρούμενοι που τα κατάφεραν κι ανεβαίνουν πάνω στη γη για να ειρωνευτούν, να τυραννήσουν και να σκανδαλίσουν τους ανθρώπους διότι πιστεύουν πως η γη πολύ σύντομα θα πέσει στο κεφάλι τους.
Τι ήταν και τι έκαναν οι καλικάντζαροι
Οι παλιότεροι έλεγαν πως επρόκειτο για αερικά, για ξωτικά! Τα πλάσματα αυτά είναι αμέτρητα, φοβούνται το φως της μέρας γι΄αυτό κρύβονται τα πρωινά. Τις νύχτες όμως βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και όπως είναι σβέλτοι και μικρόσωμοι, τρυπώνουν στα σπίτια από τις χαραμάδες και από τις κλειδαρότρυπες.
Λένε πως πολλοί άνθρωποι εκείνες τις ημέρες φρόντιζαν να φράζουν τις τρύπες των τζακιών τους με πανιά και να καίνε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι διότι ήταν αβάσταχτη αυτή η μυρωδιά για τους καλικάντζαρους.
Βρωμίζουν τα φαγητά με τα λερωμένα χέρια τους, βουτάνε στο λάδι που έχουν οι άνθρωποι στις κατσαρόλες τους και στα κιούπια τους, ανακατεύουν τα πιάτα και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους παντού. Δεν είναι κλέφτες, αλλά ανακατεύουν τα πράγματα του σπιτιού, προκαλούν σύγχυση και το κάνουν αγνώριστο.
Η αρχή των μύθων βρίσκεται στην αρχαιότητα.
Η ονομασία των καλικαντζάρων προέρχεται από τις λέξεις «καλός» και «κάνθαρος». Η αρχή των μύθων που σχετίζονται με τους καλικάντζαρους ξεκινάει από την αρχαιότητα. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως αν οι ψυχές έβρισκαν ανοιχτές τις πόρτες του Άδη, ανέβαιναν στον επάνω κόσμο και κυκλοφορούσαν παντού ανεξέλεγκτες και ασυγκράτητες.
Μεταγενέστερα οι βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με τραγούδια, μουσική και μεταμφιέσεις. Οι άνθρωποι μασκαρεμένοι και κρύβοντας το πρόσωπό τους, έκαναν ότι ήθελαν αδίστακτα, χωρίς φόβο και χωρίς καμία συστολή. Ενοχλούσαν τους ανθρώπους, έμπαιναν σε ξένα σπίτια ακάλεστοι και αναστάτωναν τους κατοίκους, οι οποίοι τους έκλειναν τις πόρτες και τα παράθυρα, αλλά αυτοί πάντα έβρισκαν έναν τρόπο να εισβάλλουν μέσα, ακόμη και από τις καμινάδες. Όλα αυτά συνέβαιναν για δώδεκα μέρες, δηλαδή μέχρι την παραμονή των Φώτων, όπου με τον Μεγάλο Αγιασμό, όλα αυτά τελείωναν και οι άνθρωποι ηρεμούσαν.
Έτσι λοιπόν μέχρι σήμερα, οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται με τον αγιασμό των υδάτων, την ημέρα των Φώτων. Φεύγουν τότε φωνάζοντας: «Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του...»