Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

"Μαθήματα ζωής από μια μικρή ηρωίδα".

Γύρω μου φώτα, φασαρία, γελαστά πρόσωπα... Μουσική, συζητήσεις, ξένοιαστες κουβέντες... Δύσκολες εποχές αλλά όλοι μπορούμε ακόμη να πιούμε έναν καφέ έξω, να ξεσκάσουμε από τις σκέψεις και τα προβλήματα. Έτσι, το βράδυ μετά τη δουλειά, βρέθηκα κι εγώ με ένα φίλο μου στο Γκάζι για ένα καφεδάκι.Κύριο θέμα συζήτησης η δουλειά... Πού είσαι τώρα, τί κάνεις, τί σου απάντησαν... Μόνιμο άγχος και αγωνία. Και μέσα στα δικά μας προβλήματα, βλέπω με την άκρη του ματιού μου δίπλα μου ένα κοριτσάκι. Γυρίζω και αντικρίζω ένα όμορφο κορίτσι, γύρω στα 8 με μακριά καστανόξανθα μαλλιά και βαθιά μελί μάτια. Φορούσε μια βερμούδα, ένα μπλουζάκι και κρατούσε στο χέρι τα λουλούδια που πουλούσε, για να βγάλει χρήματα. Το ροζ κοκαλάκι-τριαντάφυλλο στα μαλλιά προσπαθούσε να της δώσει κάτι από την παιδικότητα που έλειπε απ’ το παγωμένο της βλέμμα.
«Τι κάνεις;» τη ρώτησε ένας νεαρός που καθόταν στο διπλανό μας τραπέζι με ένα φίλο του. «Πήγες σήμερα να πιεις πορτοκαλάδα; Θα πάρω το φίλο μου να του πω ότι θα περάσεις τώρα απ' το μαγαζί να σου δώσει, εντάξει;».
Εκείνη κούνησε δειλά το κεφάλι. Την κοιτάζω και της χαμογελάω κι εκείνη μου ανταποδίδει σφιγμένα το χαμόγελο. Σκέφτομαι τι να της δώσω. Χρήματα; Αυτά θα τα πάρουν οι γονείς της ως επιβράβευση για το έγκλημα που κάνουν στην ψυχούλα της. Αν δεν της δώσεις, θα τη μαλώσουν, μπορεί και να τη δείρουν, επειδή δεν κατάφερε να φέρει λεφτά. Αν της δώσεις όμως, τους βοηθάς να συνεχίσουν να την εκμεταλλεύονται, αφού βλέπουν ότι όντως κερδίζουν.
«Θέλεις τσίχλες;» τη ρωτάω. « Όχι» μου λέει. «Γιατί; είναι ωραίες» της λέω και της δίνω ένα κουτί που μόλις είχα πάρει από το περίπτερο. «Όχι, όχι, δεν μπορώ».«Μη ντρέπεσαι, στις κάνω δώρο».
Με κοιτάζει με τα μεγάλα της μάτια μου χαμογελάει και τις παίρνει. «Άντε, πήγαινε να πιεις πορτοκαλάδα» της λέει το παιδί από δίπλα και η μικρή έφυγε. Με πόσο βάρος με γέμισε η θλίψη στα μάτια της.
«Το καημένο», μου λέει το αγόρι «το βλέπω συνέχεια εδώ, έρχομαι συχνά». «Πολύ δύσκολο γι’ αυτά τα παιδάκια», του απαντάω.
Είναι γνωστή αυτή η κατάσταση, αλλά όταν τα βλέπεις και τους μιλάς, καταλαβαίνεις ουσιαστικά πόσο άσχημο είναι. Και με αφορμή αυτό, πιάσαμε την κουβέντα για τα παιδάκια, για το «Χαμόγελο του Παιδιού», για το τι μπορούμε να κάνουμε. Τους έλεγα για ένα ρεπορτάζ που είχα κάνει, όπου συνάντησα τον πρόεδρο του «Χαμόγελου» Κώστα Γιαννόπουλο και για τη συζήτηση που είχαμε. Έχουν πάρει πολλά παιδιά που υπέφεραν στο δρόμο και τους προσφέρουν μία διαφορετική ζωή. Πραγματικά, κάποιες φορές σκέφτεσαι ότι το να χωρίσεις ένα παιδί από τη μητέρα και τον πατέρα του (που θεωρητικά είναι αδιανόητη πράξη) είναι πολύ καλύτερο για εκείνο.
Το μικρό κοριτσάκι επιστρέφει। «Ήπιες χυμό;» το ρωτάει।«Ναι» του απαντάει και κάνει μια φούσκα। Ξέρει ότι δε θα πάρουμε λουλούδια -ούτε καν μας το προτείνει- όμως, δεν φεύγει। Κάθεται όρθια δίπλα μας. Σαν να νιώθει μια μικρή ασφάλεια εδώ, σαν να αρνείται να πάει να συνεχίσει αυτό που την αναγκάζουν να κάνει. «Πώς σε λένε» τη ρωτάω. «Ζανσού».«Ωραίο όνομα. Σημαίνει κάτι;»«Δεν ξέρω. Είναι τούρκικο».«Πόσο χρονών είσαι;».«Δέκα».«Πας σχολείο;». «Ναι, Τετάρτη τάξη».«Και γιατί είσαι έξω τόσο αργά;» (η ώρα έχει πάει ήδη έντεκα). «Πώς θα ξυπνήσεις να πας σχολείο;»«Δε θα πάω αύριο. Δεν πάω κάθε μέρα. Όταν δουλεύω δεν μπορώ να πάω».Έχει σκυμμένο το κεφάλι και το σηκώνει απότομα καρφώνοντάς με μ’ ένα βλέμμα που φωνάζει «μακάρι να μπορούσα να κάνω αλλιώς».«Θέλεις που δουλεύεις ή προτιμάς το σχολείο;».«Το σχολείο».«Και γιατί δε λες στη μαμά σου ότι δε θες να είσαι εδώ;».«Της το λέω, δεν τη νοιάζει».«Εκείνη τι δουλειά κάνει;».«Δε δουλεύει, κοιτάει το μωρό».«Πού είναι τώρα; Έρχεται καθόλου εδώ;».«Καμιά φορά κάθεται στο παγκάκι εκεί. Τώρα είναι σπίτι».«Δε φοβάσαι τέτοια ώρα μόνη σου;».«Φοβάμαι καμιά φορά».«Σου έχει τύχει κάτι που σε τρόμαξε;».«Ναι, μια φορά ένας γέρος με πλησίασε...». Σταματάει, δειλιάζει λίγο... «Θα σου πω στο αυτί εσένα που είσαι κορίτσι». Μου λέει, και νιώθω το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Θυμώνω. Με τους γονείς που δεν ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους, με την κοινωνία που αφήνει να κυκλοφορεί άνετα ο κάθε ανώμαλος, με όλους μας που δεν κάνουμε τίποτα για να φτιάξει αυτός ο κόσμος. Την κοίταξα και σκεφτόμουν πόση δυστυχία έχει χωρέσει στην καρδούλα της. Σύγκρινα την ασφάλεια και την ξενοιασιά που είχα εγώ στα δέκα, με το φόβο που ζει εκείνη καθημερινά.«Να προσέχεις, να μην αφήνεις κανένα να σε πειράξει, αμέσως να φεύγεις».«Ναι, έτρεξα μακριά και με έχασε».«Στη μαμά σου το ’πες;».«Όχι».«Την αγαπάς τη μαμά σου;».«Ναι».«Η μαμά σου σ’ αγαπάει;». Τώρα, κοιτάζει το πεζοδρόμιο. Σκέφτεται, δεν απαντάει αμέσως.«Εεε, ναι» λέει δειλά. Σαν να προσπαθεί κι εκείνη να καταλάβει αν αυτό σημαίνει αγάπη.«Πιο πολύ αγαπάς εσύ τη μαμά σου ή εκείνη;».«Εγώ…». Χαϊδεύει ένα τριαντάφυλλο και τρώει άλλη μια τσίχλα.«Έχεις φάει;».«Όχι».«Θες ένα τοστ;».«Δεν πειράζει».«Δεν πεινάς;».«Πεινάω».«Το τοστ σου αρέσει;».«Ναι».«Τότε θα παραγγείλουμε».Παραγγέλνω το τοστ και τη βάζω να κάτσει μαζί μας. Αφήνει τα λουλούδια στο δρόμο και μου ζητάει λίγο νερό. Τώρα, είναι πιο χαλαρή και χαρούμενη σαν να είναι η πρώτη φορά που της συμβαίνει κάτι τέτοιο.«Είπες πας Τετάρτη. Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;».«Δεν ξέρω».«Δηλαδή όταν σκέφτεσαι το μέλλον πώς ονειρεύεσαι τον εαυτό σου;».«Δεν ονειρεύομαι τίποτα».Η φράση της νιώθω να μου σφίγγει το λαιμό. Είναι δυνατόν ένα παιδί να μην ονειρεύεται; Είναι δυνατόν να κάνει κάποιος τόσο κακό σε ένα πλάσμα; Γίνεται -αντί να του δημιουργούμε- να του στερούμε το δικαίωμα στο όνειρο;«Μα πώς... Δε φαντάζεσαι τον εαυτό σου αργότερα; Δε θέλεις να πετύχεις κάτι μεγαλώνοντας;».Με κοιτάζει με τα μεγάλα της μάτια κατευθείαν μέσα στα δικά μου.«Μεγάλη είμαι ήδη».Κάποιοι κατάφεραν να πάρουν από αυτό το παιδί ό,τι πιο πολύτιμο... Τα χρόνια της αθωότητας. Και να το γεμίσουν με έγνοιες, άγχος και προβλήματα που δεν του ανήκουν. Και το χειρότερο... Αυτό, το έκαναν οι ίδιοι άνθρωποι που το έφεραν στη ζωή. Αν δεν είναι αυτό έγκλημα, τότε τι είναι; Ο σερβιτόρος αφήνει το τοστ στο τραπέζι, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. «Έλα, έχει και πατατάκια», της λέω προσπαθώντας να ελαφρύνω λίγο το κλίμα που με βάραινε. Η μικρή άρχισε να τρώει. Εκείνη τη στιγμή έρχεται άλλο ένα κοριτσάκι κι αυτό με λουλούδια στο χέρι. «Τι κάνεις εδώ;» τη ρωτάει. «Η κυρία μου πήρε τοστ».«Εσένα πώς σε λένε;» της λέω. «Πατούς, είμαστε ξαδέρφες». «Θέλεις να φας κάτι;».«Όχι, εγώ έφαγα τώρα ένα σάντουιτς, δεν πεινάω». Της είπα να κάτσει μαζί μας και μιλούσα και με τις δυο. Κι εκείνη ίδια κατάσταση. Τουλάχιστον δυο-τρεις μέρες χάνουν το σχολείο για να δουλεύουν στους δρόμους μέχρι αργά. Τις ρωτάω τι γίνεται στο σπίτι αν δεν καταφέρουν να βγάλουν λεφτά. Μου απαντούν ότι φωνάζουν και κάποιες φορές τις χτυπούν. Τους χαμογελούσα, τους έλεγα για τα ωραία μαλλιά τους, ότι είναι όμορφες... Πράγματα που ήταν αλήθεια αλλά μάλλον δεν τους τα είχε πει κανείς. Είχαν κατέβει από χρόνια με τους δικούς τους από Ξάνθη, μουσουλμάνοι αθίγγανοι. Οι πατέρες δουλεύουν οικοδομή, οι μάνες στο σπίτι με τα μωρά. Τα μεγαλύτερα παιδιά, όπως εκείνες, πουλάνε λουλούδια. Οι μεγαλύτερες αδερφές τους, δεκαπέντε-δεκάξι χρονών είναι ήδη παντρεμένες. «Θα θέλατε να μη μένετε πια σπίτι και να ήσασταν κάπου με άλλα παιδάκια, όπου όλη μέρα θα παίζατε και θα πηγαίνατε σχολείο;», ρώτησα σκεπτόμενη το «Χαμόγελο του Παιδιού». «Ναι!», λένε αμέσως. «Αλλά, δε θα ήσασταν στο ίδιο σπίτι με τη μαμά και τον μπαμπά». «Δεν πειράζει», απαντούν. Κάποια στιγμή, το κοριτσάκι που ήρθε μετά, η Πατούς, λέει κάτι στη Ζανσού σε μία άγνωστη για μένα γλώσσα. «Κατάλαβες τι είπε;», με ρωτάει. «Όχι», απαντώ. «Είναι τούρκικα. Και ξέρεις τι σημαίνει; Αχ να ήμουν κόρη της». Μία γλύκα με πλημμύρισε... Και τα λόγια της, ήταν το ωραιότερο δώρο που μου έκαναν τον τελευταίο καιρό.
πηγη:Χαρά Βλαμάκη
http://http//mylady.gr
Twitter Bird Gadget