Η σημαία αποτελείται από ένα κομμάτι υφάσματος - παλαιότερα από βαμβάκι, λινό ή μετάξι, σήμερα από νάιλον ή πολυέστερ - το οποίο απεικονίζει κάποιο σχήμα ή έμβλημα, μιας και οι σημαίες, κατά γενική ομολογία, έχουν συμβολική σημασία.
Η σημαία, όμως, δεν είναι απλώς "τεμάχιον υφάσματος", όπως αναφέρει κάποια παλιά εγκυκλοπαίδεια, αλλά ένα σύμβολο που ενσαρκώνει ένα σωρό συναισθήματα και που εμφανίζεται σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία, από τα πεδία των μαχών μέχρι τα γήπεδα.
Πώς είναι δυνατόν ένα ύφασμα να προκαλεί τόσο έντονες και φορτικές συγκινήσεις, να συμβολίζει τόσα πολλά πράγματα, να εξάρει τόσο τον πατριωτισμό μας;
Η σημαία αποτελεί για μια χώρα, ένα κράτος, το ιερότερο σύμβολό του, το πιο τιμημένο και αγαπητό από το λαό του, την πολιτεία, το στράτευμα και την εκκλησία του, το οποίο είναι κι αυτό που ουσιαστικά το αντιπροσωπεύει σε κάθε επίσημο και ανεπίσημο βήμα στο οποίο εμφανίζεται, εντός και εκτός της εδαφικής του επικράτειας (διπλωματικές και ειρηνευτικές αποστολές, εκδηλώσεις, κατορθώματα, κατακτήσεις κ.τ.λ.).Η σημαία αποτελεί για όλα τα κράτη ένα σύμβολο στο οποίο αποδίδεται ιδιαίτερη και πολλές φορές ανυπέρβλητη ευλάβεια: αποτελεί το υψηλότερο σύμβολο ενός κράτους, μιας και σ' αυτό συμπυκνώνεται η ιστορία του, το παρελθόν του, το παρόν του, η προοπτική του στο μέλλον, και αυτός που την κρατάει πρέπει να είναι και αποφασισμένος να την υπερασπιστεί με όλα τα μέσα, ακόμη και με τη ζωή του, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Όλη η δυσνόητη ιδέα της πατρίδας και του κράτους περικλείεται μέσα στη σημαία. Είναι τόσο στενά συνδεδεμένη η έννοια της σημαίας με την ελευθερία, ώστε και η ελάχιστη προβολή της σε εποχές σκλαβιάς και καταπίεσης σκορπάει ρίγη συγκίνησης, που αναστατώνουν τους σκλαβωμένους και τους ξεσηκώνουν σε επανάσταση, γι' αυτό και πάντοτε οι κατακτητές λαμβάνουν δρακόντεια μέτρα για να μην εμφανίζεται η σημαία της σκλαβωμένης χώρας. Παράλληλα, η έκφραση αποστροφής ή σθεναρής αντίθεσης σ' ένα κράτος ή ένα λαό εκτονώνεται συνήθως πάνω στη σημαία του, η οποία καίγεται κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων.
Η σημαία στην Ελλάδα, καθώς και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, κυματίζει καθημερινά σε όλα τα διοικητικά και κυβερνητικά κτίρια, τα δικαστήρια, τα εκπαιδευτήρια, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, στις στρατιωτικές μονάδες, τις διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού, στα συμμαχικά στρατηγεία που υπηρετούν Έλληνες αξιωματικοί, στα πολεμικά και εμπορικά πλοία, αλλά και στην έδρα του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα, ενώ κατά τις εθνικές επετείους (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου) και τοπικές εορτές (π.χ. απελευθέρωση του Κιλκίς) κοσμεί τα μπαλκόνια των σπιτιών, τις κολόνες των δρόμων και τους ανεμοθώρακες των λεωφορείων και των τρόλεϊ, ως σύμβολο ενότητας του λαού και διατήρησης της ιστορικής μνήμης. Όταν το κράτος πενθεί, η σημαία κυματίζει μεσίστια, όπως συμβαίνει και σε περιπτώσεις θρησκευτικού πένθους (Μεγάλη Παρασκευή).
Σ' αυτήν απονέμονται οι ύπατες τιμητικές διακρίσεις της πολιτείας, ο Πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξεως και ο Ταξιάρχης του Αριστείου Ανδρείας.
Την ελληνική σημαία φέρουν σε ευδιάκριτο σημείο όλα τα χερσαία, πλωτά και πτητικά μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες/ ναύτες/ σμηνίτες ορκίζονται να υπερασπίζουν και με την τελευταία ρανίδα αίματός τους τη σημαία. Το εθνόσημο - το οποίο και αποτελεί το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας – αποτελεί παραλλαγή της σημαίας και φέρεται σε όλα τα καλύμματα κεφαλής (πηλήκιο, πηλήσκος, μπερές, δίκοχο, τζόκεϊ) των μελών του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού, της Πολεμικής Αεροπορίας, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Η σημαία αποτελεί ένα από τα υψηλά εκείνα σύμβολα που τιμά ο στρατός, όπως περιγράφεται αναλυτικότερα στο Στρατιωτικό Κανονισμό 20-1 (άρθρα 16, 18 και 63).
Με τη σημαία καλύπτονται τα φέρετρα των αξιωματικών, ανθυπασπιστών, υπαξιωματικών και οπλιτών που απεβίωσαν κατά την υπηρεσία τους (πλην των αυτοκτονούντων). ανάλογης τιμής τυγχάνουν οι αξιωματικοί σε πολεμική διαθεσιμότητα, καθώς και οι εν ενεργεία έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες (Κανονισμός Εξωτερικής Υπηρεσίας Στρατεύματος ΓΕΕΘΑ, 1992). Κατά την έπαρση και υποστολή της, γίνεται απόδοση τιμών από Φρουρά (παρουσιάστε) και από ειδικά επιφορτισμένο σαλπιγκτή, ο οποίος παιανίζει ειδικό εμβατήριο.
Παραλλαγή της εθνικής σημαίας αποτελούν οι πολεμικές σημαίες των Μονάδων, Συγκροτημάτων, Σχηματισμών και Παραγωγικών Σχολών, οι οποίες στο κέντρο του σταυρού φέρουν τον προστάτη Άγιο του Όπλου τους (τον έφιππο Άγιο Γεώργιο για το Πεζικό και τον υπόλοιπο Στρατό Ξηράς , πλην του Πυροβολικού, το οποίο δε διαθέτει πολεμική σημαία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ επί νεφών για την Αεροπορία και την Αγία Ειρήνη για την Αστυνομία και - μέχρι το 1984 - την Χωροφυλακή, η πολεμική σημαία του Ναυτικού είναι απόλυτα όμοια με την εθνική σημαία).
Επίσης, σύμφωνα με τον "Κανονισμό περί Στολών" του Ελληνικού Στρατού, η ελληνική σημαία φέρεται στις φαιοπράσινες στολές των εκτός συνόρων στρατιωτικών, οι οποίοι μεταβαίνουν στο εξωτερικό με οποιαδήποτε ιδιότητα. Η σημαία φέρεται, επίσης, στον αριστερό βραχίονα της ειδικής στολής ιπταμένου (χειριστή, ιπτάμενου μηχανικού και αεροναυτίλου). Η απώλεια της σημαίας στη μάχη θεωρείται ασύλληπτη ντροπή και αισχύνη, ενώ αντίθετα η απόκτηση σημαίας του εχθρού προκαλεί υπέρμετρη χαρά και ενθουσιασμό, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά τρόπαια (βλέπε συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου).
Έτσι, ο κάθε στρατιώτης που αγαπά και πιστεύει στο ιδανικό της πατρίδας, θα πρέπει να υπερασπίζει τη σημαία με κάθε δυνατό μέσο, προσφέροντας γι' αυτήν ακόμη και το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει, την ίδια του τη ζωή. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ένα μύθο που επικρατεί σχετικά με το Όπλο του Πυροβολικού: Το οπλόσημό του αποτελείται από μαύρο φόντο και χιαστί χρυσό πύραυλο και κανόνι, χωρίς όμως να φέρει δάφνη, όπως τα υπόλοιπα Όπλα και τα περισσότερα Σώματα, για ιστορικούς και αισθητικούς λόγους, έλκοντας την καταγωγή του από τη μαυροκίτρινη βυζαντινή σημαία το μαύρο χρώμα, που καθορίστηκε το 1914 (σε αντικατάσταση του ερυθρόδανου, το οποίο χρησιμοποιούνταν μεταξύ 1908 1914), συμβολίζει την πυρίτιδα και το κίτρινο τη σοφία. Λόγω του μαύρου χρώματος του οπλοσήμου, της απουσίας δάφνης σ' αυτό, αλλά και της μη ύπαρξης πολεμικής σημαίας για το Πυροβολικό, αρχικά από μια ζηλότυπη αντιπαλότητα προς το Όπλο (πολεμά εκ του μακρόθεν, αντίθετα από τα άλλα Όπλα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ενώ υπάρχει μια νοοτροπία ότι το Πυροβολικό είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένο όπλο, ο "πρίγκιπας" του Στρατού), επικράτησε μια περιδεής φήμη ότι τάχα το Πυροβολικό στερείται τη δάφνη επειδή είναι "άτιμο Σώμα", γιατί δήθεν κατά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 έχασε τη σημαία σε μια μάχη (υπάρχει και παραλλαγή που το φέρει να αποκοιμήθηκε στο πεδίο της μάχης). Κάτι τέτοιο σαφώς δεν ισχύει (το Πυροβολικό ουδέποτε είχε σημαία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τη χάσει!), ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας που κατέχει στη συνείδησή μας η απώλεια της σημαίας.
Διάκριση έθνους και κράτους
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται από πολλούς, σημαίες υπάρχουν μόνο εκεί που υφίστανται Κράτη, όχι Έθνη. Η σημαία είναι σήμερα εξ ορισμού ένα σύμβολο που εκφράζει κάποιο λαό που ζει σ' ένα κρατικό σύνολο, μιας και εκπροσωπεί την κρατική του οντότητα.
Τα έθνη δεν βρίσκουν την έκφρασή τους σε σημαίες, αλλά σε πολιτιστικά στοιχεία και συμβολισμούς, όπως η γλώσσα, η θρησκεία και η εθνική συνείδηση.
Ωστόσο, χρησιμοποιείται σήμερα ο όρος "εθνικός" κατ' οικονομία και σαν ταυτόσημος του κρατικός", κάτι που φαίνεται να δέχεται σήμερα και η κοινωνιολογική επιστήμη και ορολογία. Έτσι, άνθρωποι με αγγλικό-ισπανικό-γαλλικό πολιτιστικό υπόβαθρο ζουν σήμερα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και, μολονότι μοιράζονται μια κοινή πολιτιστική καταγωγή και κουλτούρα, δεν τους εκφράζει η σημαία της Αγγλίας- Ισπανίας-Γαλλίας, αλλά η σημαία της χώρας από την οποία κατάγονται.
Παράλληλα, υπάρχει και η περίπτωση του αραβικού έθνους ( το οποίο εκτείνεται από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Περσικό Κόλπο και από τα βάθη της Ασίας μέχρι την κεντρική Αφρική) , για το οποίο δεν υπάρχει μία μόνη σημαία που να το συμβολίζει, παρά μόνο (είκοσι περίπου) ξεχωριστές κρατικές σημαίες αραβικών κρατών, καθώς και του κουρδικό έθνους, το οποίο επίσημα δεν έχει δική του σημαία (αν και οι Κούρδοι χρησιμοποιούν διάφορες ανεπίσημες σημαίες), απλούστατα γιατί δεν έχει κράτος.
Η αναφορά στην ελληνική σημαία ως εθνικού συμβόλου, όσο και αν έχει επικρατήσει στη νοοτροπία των Ελλήνων και το νόημα των βιβλίων της διδασκόμενης ιστορίας, είναι εν μέρει λανθασμένη, γιατί εκφράζει καθαρά το ελληνικό κράτος και την ελληνική επικράτεια, δηλαδή η ύπαρξή της είναι ταυτόσημη και ταυτόχρονη με το σύγχρονο ελληνικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1830, και καθόλου δεν ταυτίζεται (χρονικά και γεωγραφικά) με το ελληνικό έθνος, που χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι διασπαρμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Το ελληνικό έθνος προϋπήρχε του 1830, αλλά όσο ήταν υπόδουλο δεν διέθετε κράτος και, φυσικά, ούτε σημαία. Όμως, η ιδιαιτερότητα του ελληνικού έθνους, το οποίο έχει μία κοινή θρησκεία, μία κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα και ένα μόνο κράτος, έχουν καθιερώσει τη σημαία (και τον Εθνικό Ύμνο) ως εθνικά σύμβολα, όσο κι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματιστική έννοιά τους. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες της διασποράς χρησιμοποιούν την ελληνική σημαία για να δείξουν την Ελληνικότητά τους, κάτι που δε φαίνεται να συμβαίνει με τα άλλα έθνη, εκτός αν εξαιρέσουμε το γαλλικό (σε παλαιότερες εποχές και το αγγλοσαξωνικό), π.χ. στο γαλλόφωνο Quebec του Καναδά. Έτσι, ελληνική σημαία θα δούμε τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα, όσο και σε όλο το μείζονα Ελληνισμό, όπου κι αν αυτός κατοικεί.
Κατά τη Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με το Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό. Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας η πρώτη σημαια της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον ηρωικό αγώνα του κατά των Τούρκων.
Στη μία όψη έφερε την εικόνα του Σταυρού και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» και στην άλλη παράσταση του Φοίνικα και την επιγραφή «Εκ της κόνεως μου αναγεννώμαι». Σχεδόν ένα μήνα αργότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στη Μονή Αγίας Λαύρας το περίφημο λάβαρο της Επαναστάσεως. Είχε ορθογώνιο σχήμα και απεικόνιση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Κατά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες σημαίες, στις οποίες σημαίνουσα παράσταση είναι αυτή του Σταυρού. Η Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1η Ιανουαρίου 1822) καθόρισε ως «χρώματα του Εθνικού σημείου» το «κυανούν και λευκόν» και ως παράσταση αυτή του Σταυρού. Ο αριθμός των 9 λωρίδων της Ελληνικής Σημαίας ανταποκρίνεται κατά την επικρατέστερη άποψη, στις συλλαβές της γνωστής φράσεως «Ελευθερία ή θάνατος» που αναγραφόταν σε μερικές σημαίες όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821.
Ο λεπτομερής καθορισμός της Σημαίας μας έγινε κατά καιρούς με διάφορα Διατάγματα, όπως αυτό της30.7.1828 (Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας) της 4/16 Απριλίου 1833 και 28 Αυγούστου 1858 (Βασιλιάς Όθων), 28 Δεκεμβρίου 1863 (Βασιλιάς Γεώργιος Α') κ.α. Ο πλέον πρόσφατος σχετικός Νόμος είναι ο υπ'αριθ. 851 της 21 Δεκεμβρίου 1978, με τον οποίο σαφώς καθορίζονται το σχήμα και οι διαστάσεις του Σταυρού και το πλάτος των εννέα ταινιών (λωρίδων). Βάσει του Νόμου αυτού έχουν καθοριστεί συνολικώς 8 μεγέθη σημαιών και ισάριθμα ύψη κοντών, αναλόγως του προορισμού κάθε σημαίας (επι φρουρίων, δημοσίων και δημοτικών κτηρίων, πρεσβειών, κρατικών οχημάτων και οικιών).
Έτσι, το μεν μέγεθος των σημαιών κυμαίνεται από 6,48μ. Χ 4,32μ. μέχρι 0,27μ. Χ 0,18μ. και το ύψος των κοντών μεταξύ 12μ. και 2,6μ. Όταν η σημαία υψώνεται σε δημοσία κτήρια, στρατόπεδα, εκπαιδευτικά ιδρύματα κλπ, ο κοντός φέρει στην κορυφή του λεύκη σφαίρα και επ'αυτης Σταυρό. Αν η σημαία υψώνεται σε ιδιωτικά γραφεία, οικίες, καταστήματα κλπ, τότε ο κοντός φέρει στην κορυφή του κυλινδρικό τεμάχιο που καμπυλώνεται στο άνω μέρος του. Σε περίπτωση αποκαλυπτηρίων προτομών ή αγαλμάτων, αυτά καλύπτονται με κυανόλευκες ταινίες και όχι με την σημαία. Σε περίπτωση φθοράς της, η σημαία καταστρέφεται δια πυρός, βάσει σχετικής διαδικασίας.
Φωτογραφίες Σημαιών :Συλλογή Σημαιών - Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
Η σημαία, όμως, δεν είναι απλώς "τεμάχιον υφάσματος", όπως αναφέρει κάποια παλιά εγκυκλοπαίδεια, αλλά ένα σύμβολο που ενσαρκώνει ένα σωρό συναισθήματα και που εμφανίζεται σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία, από τα πεδία των μαχών μέχρι τα γήπεδα.
Πώς είναι δυνατόν ένα ύφασμα να προκαλεί τόσο έντονες και φορτικές συγκινήσεις, να συμβολίζει τόσα πολλά πράγματα, να εξάρει τόσο τον πατριωτισμό μας;
Η σημαία αποτελεί για μια χώρα, ένα κράτος, το ιερότερο σύμβολό του, το πιο τιμημένο και αγαπητό από το λαό του, την πολιτεία, το στράτευμα και την εκκλησία του, το οποίο είναι κι αυτό που ουσιαστικά το αντιπροσωπεύει σε κάθε επίσημο και ανεπίσημο βήμα στο οποίο εμφανίζεται, εντός και εκτός της εδαφικής του επικράτειας (διπλωματικές και ειρηνευτικές αποστολές, εκδηλώσεις, κατορθώματα, κατακτήσεις κ.τ.λ.).Η σημαία αποτελεί για όλα τα κράτη ένα σύμβολο στο οποίο αποδίδεται ιδιαίτερη και πολλές φορές ανυπέρβλητη ευλάβεια: αποτελεί το υψηλότερο σύμβολο ενός κράτους, μιας και σ' αυτό συμπυκνώνεται η ιστορία του, το παρελθόν του, το παρόν του, η προοπτική του στο μέλλον, και αυτός που την κρατάει πρέπει να είναι και αποφασισμένος να την υπερασπιστεί με όλα τα μέσα, ακόμη και με τη ζωή του, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Όλη η δυσνόητη ιδέα της πατρίδας και του κράτους περικλείεται μέσα στη σημαία. Είναι τόσο στενά συνδεδεμένη η έννοια της σημαίας με την ελευθερία, ώστε και η ελάχιστη προβολή της σε εποχές σκλαβιάς και καταπίεσης σκορπάει ρίγη συγκίνησης, που αναστατώνουν τους σκλαβωμένους και τους ξεσηκώνουν σε επανάσταση, γι' αυτό και πάντοτε οι κατακτητές λαμβάνουν δρακόντεια μέτρα για να μην εμφανίζεται η σημαία της σκλαβωμένης χώρας. Παράλληλα, η έκφραση αποστροφής ή σθεναρής αντίθεσης σ' ένα κράτος ή ένα λαό εκτονώνεται συνήθως πάνω στη σημαία του, η οποία καίγεται κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων.
Η σημαία στην Ελλάδα, καθώς και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, κυματίζει καθημερινά σε όλα τα διοικητικά και κυβερνητικά κτίρια, τα δικαστήρια, τα εκπαιδευτήρια, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, στις στρατιωτικές μονάδες, τις διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού, στα συμμαχικά στρατηγεία που υπηρετούν Έλληνες αξιωματικοί, στα πολεμικά και εμπορικά πλοία, αλλά και στην έδρα του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα, ενώ κατά τις εθνικές επετείους (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου) και τοπικές εορτές (π.χ. απελευθέρωση του Κιλκίς) κοσμεί τα μπαλκόνια των σπιτιών, τις κολόνες των δρόμων και τους ανεμοθώρακες των λεωφορείων και των τρόλεϊ, ως σύμβολο ενότητας του λαού και διατήρησης της ιστορικής μνήμης. Όταν το κράτος πενθεί, η σημαία κυματίζει μεσίστια, όπως συμβαίνει και σε περιπτώσεις θρησκευτικού πένθους (Μεγάλη Παρασκευή).
Σ' αυτήν απονέμονται οι ύπατες τιμητικές διακρίσεις της πολιτείας, ο Πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξεως και ο Ταξιάρχης του Αριστείου Ανδρείας.
Την ελληνική σημαία φέρουν σε ευδιάκριτο σημείο όλα τα χερσαία, πλωτά και πτητικά μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες/ ναύτες/ σμηνίτες ορκίζονται να υπερασπίζουν και με την τελευταία ρανίδα αίματός τους τη σημαία. Το εθνόσημο - το οποίο και αποτελεί το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας – αποτελεί παραλλαγή της σημαίας και φέρεται σε όλα τα καλύμματα κεφαλής (πηλήκιο, πηλήσκος, μπερές, δίκοχο, τζόκεϊ) των μελών του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού, της Πολεμικής Αεροπορίας, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Η σημαία αποτελεί ένα από τα υψηλά εκείνα σύμβολα που τιμά ο στρατός, όπως περιγράφεται αναλυτικότερα στο Στρατιωτικό Κανονισμό 20-1 (άρθρα 16, 18 και 63).
Με τη σημαία καλύπτονται τα φέρετρα των αξιωματικών, ανθυπασπιστών, υπαξιωματικών και οπλιτών που απεβίωσαν κατά την υπηρεσία τους (πλην των αυτοκτονούντων). ανάλογης τιμής τυγχάνουν οι αξιωματικοί σε πολεμική διαθεσιμότητα, καθώς και οι εν ενεργεία έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες (Κανονισμός Εξωτερικής Υπηρεσίας Στρατεύματος ΓΕΕΘΑ, 1992). Κατά την έπαρση και υποστολή της, γίνεται απόδοση τιμών από Φρουρά (παρουσιάστε) και από ειδικά επιφορτισμένο σαλπιγκτή, ο οποίος παιανίζει ειδικό εμβατήριο.
Παραλλαγή της εθνικής σημαίας αποτελούν οι πολεμικές σημαίες των Μονάδων, Συγκροτημάτων, Σχηματισμών και Παραγωγικών Σχολών, οι οποίες στο κέντρο του σταυρού φέρουν τον προστάτη Άγιο του Όπλου τους (τον έφιππο Άγιο Γεώργιο για το Πεζικό και τον υπόλοιπο Στρατό Ξηράς , πλην του Πυροβολικού, το οποίο δε διαθέτει πολεμική σημαία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ επί νεφών για την Αεροπορία και την Αγία Ειρήνη για την Αστυνομία και - μέχρι το 1984 - την Χωροφυλακή, η πολεμική σημαία του Ναυτικού είναι απόλυτα όμοια με την εθνική σημαία).
Επίσης, σύμφωνα με τον "Κανονισμό περί Στολών" του Ελληνικού Στρατού, η ελληνική σημαία φέρεται στις φαιοπράσινες στολές των εκτός συνόρων στρατιωτικών, οι οποίοι μεταβαίνουν στο εξωτερικό με οποιαδήποτε ιδιότητα. Η σημαία φέρεται, επίσης, στον αριστερό βραχίονα της ειδικής στολής ιπταμένου (χειριστή, ιπτάμενου μηχανικού και αεροναυτίλου). Η απώλεια της σημαίας στη μάχη θεωρείται ασύλληπτη ντροπή και αισχύνη, ενώ αντίθετα η απόκτηση σημαίας του εχθρού προκαλεί υπέρμετρη χαρά και ενθουσιασμό, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά τρόπαια (βλέπε συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου).
Έτσι, ο κάθε στρατιώτης που αγαπά και πιστεύει στο ιδανικό της πατρίδας, θα πρέπει να υπερασπίζει τη σημαία με κάθε δυνατό μέσο, προσφέροντας γι' αυτήν ακόμη και το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει, την ίδια του τη ζωή. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ένα μύθο που επικρατεί σχετικά με το Όπλο του Πυροβολικού: Το οπλόσημό του αποτελείται από μαύρο φόντο και χιαστί χρυσό πύραυλο και κανόνι, χωρίς όμως να φέρει δάφνη, όπως τα υπόλοιπα Όπλα και τα περισσότερα Σώματα, για ιστορικούς και αισθητικούς λόγους, έλκοντας την καταγωγή του από τη μαυροκίτρινη βυζαντινή σημαία το μαύρο χρώμα, που καθορίστηκε το 1914 (σε αντικατάσταση του ερυθρόδανου, το οποίο χρησιμοποιούνταν μεταξύ 1908 1914), συμβολίζει την πυρίτιδα και το κίτρινο τη σοφία. Λόγω του μαύρου χρώματος του οπλοσήμου, της απουσίας δάφνης σ' αυτό, αλλά και της μη ύπαρξης πολεμικής σημαίας για το Πυροβολικό, αρχικά από μια ζηλότυπη αντιπαλότητα προς το Όπλο (πολεμά εκ του μακρόθεν, αντίθετα από τα άλλα Όπλα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ενώ υπάρχει μια νοοτροπία ότι το Πυροβολικό είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένο όπλο, ο "πρίγκιπας" του Στρατού), επικράτησε μια περιδεής φήμη ότι τάχα το Πυροβολικό στερείται τη δάφνη επειδή είναι "άτιμο Σώμα", γιατί δήθεν κατά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 έχασε τη σημαία σε μια μάχη (υπάρχει και παραλλαγή που το φέρει να αποκοιμήθηκε στο πεδίο της μάχης). Κάτι τέτοιο σαφώς δεν ισχύει (το Πυροβολικό ουδέποτε είχε σημαία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τη χάσει!), ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας που κατέχει στη συνείδησή μας η απώλεια της σημαίας.
Διάκριση έθνους και κράτους
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται από πολλούς, σημαίες υπάρχουν μόνο εκεί που υφίστανται Κράτη, όχι Έθνη. Η σημαία είναι σήμερα εξ ορισμού ένα σύμβολο που εκφράζει κάποιο λαό που ζει σ' ένα κρατικό σύνολο, μιας και εκπροσωπεί την κρατική του οντότητα.
Τα έθνη δεν βρίσκουν την έκφρασή τους σε σημαίες, αλλά σε πολιτιστικά στοιχεία και συμβολισμούς, όπως η γλώσσα, η θρησκεία και η εθνική συνείδηση.
Ωστόσο, χρησιμοποιείται σήμερα ο όρος "εθνικός" κατ' οικονομία και σαν ταυτόσημος του κρατικός", κάτι που φαίνεται να δέχεται σήμερα και η κοινωνιολογική επιστήμη και ορολογία. Έτσι, άνθρωποι με αγγλικό-ισπανικό-γαλλικό πολιτιστικό υπόβαθρο ζουν σήμερα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και, μολονότι μοιράζονται μια κοινή πολιτιστική καταγωγή και κουλτούρα, δεν τους εκφράζει η σημαία της Αγγλίας- Ισπανίας-Γαλλίας, αλλά η σημαία της χώρας από την οποία κατάγονται.
Παράλληλα, υπάρχει και η περίπτωση του αραβικού έθνους ( το οποίο εκτείνεται από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Περσικό Κόλπο και από τα βάθη της Ασίας μέχρι την κεντρική Αφρική) , για το οποίο δεν υπάρχει μία μόνη σημαία που να το συμβολίζει, παρά μόνο (είκοσι περίπου) ξεχωριστές κρατικές σημαίες αραβικών κρατών, καθώς και του κουρδικό έθνους, το οποίο επίσημα δεν έχει δική του σημαία (αν και οι Κούρδοι χρησιμοποιούν διάφορες ανεπίσημες σημαίες), απλούστατα γιατί δεν έχει κράτος.
Η αναφορά στην ελληνική σημαία ως εθνικού συμβόλου, όσο και αν έχει επικρατήσει στη νοοτροπία των Ελλήνων και το νόημα των βιβλίων της διδασκόμενης ιστορίας, είναι εν μέρει λανθασμένη, γιατί εκφράζει καθαρά το ελληνικό κράτος και την ελληνική επικράτεια, δηλαδή η ύπαρξή της είναι ταυτόσημη και ταυτόχρονη με το σύγχρονο ελληνικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1830, και καθόλου δεν ταυτίζεται (χρονικά και γεωγραφικά) με το ελληνικό έθνος, που χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι διασπαρμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Το ελληνικό έθνος προϋπήρχε του 1830, αλλά όσο ήταν υπόδουλο δεν διέθετε κράτος και, φυσικά, ούτε σημαία. Όμως, η ιδιαιτερότητα του ελληνικού έθνους, το οποίο έχει μία κοινή θρησκεία, μία κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα και ένα μόνο κράτος, έχουν καθιερώσει τη σημαία (και τον Εθνικό Ύμνο) ως εθνικά σύμβολα, όσο κι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματιστική έννοιά τους. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες της διασποράς χρησιμοποιούν την ελληνική σημαία για να δείξουν την Ελληνικότητά τους, κάτι που δε φαίνεται να συμβαίνει με τα άλλα έθνη, εκτός αν εξαιρέσουμε το γαλλικό (σε παλαιότερες εποχές και το αγγλοσαξωνικό), π.χ. στο γαλλόφωνο Quebec του Καναδά. Έτσι, ελληνική σημαία θα δούμε τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα, όσο και σε όλο το μείζονα Ελληνισμό, όπου κι αν αυτός κατοικεί.
Κατά τη Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με το Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό. Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας η πρώτη σημαια της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον ηρωικό αγώνα του κατά των Τούρκων.
Στη μία όψη έφερε την εικόνα του Σταυρού και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» και στην άλλη παράσταση του Φοίνικα και την επιγραφή «Εκ της κόνεως μου αναγεννώμαι». Σχεδόν ένα μήνα αργότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στη Μονή Αγίας Λαύρας το περίφημο λάβαρο της Επαναστάσεως. Είχε ορθογώνιο σχήμα και απεικόνιση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Κατά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες σημαίες, στις οποίες σημαίνουσα παράσταση είναι αυτή του Σταυρού. Η Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1η Ιανουαρίου 1822) καθόρισε ως «χρώματα του Εθνικού σημείου» το «κυανούν και λευκόν» και ως παράσταση αυτή του Σταυρού. Ο αριθμός των 9 λωρίδων της Ελληνικής Σημαίας ανταποκρίνεται κατά την επικρατέστερη άποψη, στις συλλαβές της γνωστής φράσεως «Ελευθερία ή θάνατος» που αναγραφόταν σε μερικές σημαίες όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821.
Ο λεπτομερής καθορισμός της Σημαίας μας έγινε κατά καιρούς με διάφορα Διατάγματα, όπως αυτό της30.7.1828 (Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας) της 4/16 Απριλίου 1833 και 28 Αυγούστου 1858 (Βασιλιάς Όθων), 28 Δεκεμβρίου 1863 (Βασιλιάς Γεώργιος Α') κ.α. Ο πλέον πρόσφατος σχετικός Νόμος είναι ο υπ'αριθ. 851 της 21 Δεκεμβρίου 1978, με τον οποίο σαφώς καθορίζονται το σχήμα και οι διαστάσεις του Σταυρού και το πλάτος των εννέα ταινιών (λωρίδων). Βάσει του Νόμου αυτού έχουν καθοριστεί συνολικώς 8 μεγέθη σημαιών και ισάριθμα ύψη κοντών, αναλόγως του προορισμού κάθε σημαίας (επι φρουρίων, δημοσίων και δημοτικών κτηρίων, πρεσβειών, κρατικών οχημάτων και οικιών).
Έτσι, το μεν μέγεθος των σημαιών κυμαίνεται από 6,48μ. Χ 4,32μ. μέχρι 0,27μ. Χ 0,18μ. και το ύψος των κοντών μεταξύ 12μ. και 2,6μ. Όταν η σημαία υψώνεται σε δημοσία κτήρια, στρατόπεδα, εκπαιδευτικά ιδρύματα κλπ, ο κοντός φέρει στην κορυφή του λεύκη σφαίρα και επ'αυτης Σταυρό. Αν η σημαία υψώνεται σε ιδιωτικά γραφεία, οικίες, καταστήματα κλπ, τότε ο κοντός φέρει στην κορυφή του κυλινδρικό τεμάχιο που καμπυλώνεται στο άνω μέρος του. Σε περίπτωση αποκαλυπτηρίων προτομών ή αγαλμάτων, αυτά καλύπτονται με κυανόλευκες ταινίες και όχι με την σημαία. Σε περίπτωση φθοράς της, η σημαία καταστρέφεται δια πυρός, βάσει σχετικής διαδικασίας.
Φωτογραφίες Σημαιών :Συλλογή Σημαιών - Εθνικού Ιστορικού Μουσείου