Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Εγώ, η ξένη


της Μαρίας DAWKINSON

Είχε μόλις "φύγει" η μαμά. Εγώ δούλευα τότε μέχρι αργά στην Ελλάδα του 2004, των Ολυμπιακών, του "and the winner is…Athens!" της Γιάννας, και του Καλατράβα. Πέρασαν τότε από το σπίτι αρκετές "ξένες", γιατί είχα ανάγκη από βοήθεια, το παιδί ήταν ακόμα μικρό κι εγώ μόνη.

Η Μάγια, Η Σβέτια, Η Λιούμπα, η Γιελένα. "Εσωτερικές" ήταν όλες, από τις πρώην χώρες του "Παραπετάσματος". Είχαν μια μέρα άδεια, την Κυριακή, όπου μαζεύονταν στο κέντρο της Αθήνας, για να ζεσταθούν ανάμεσα στους δικούς τους ανθρώπους που δούλευαν κι αυτοί στην ευρωπαϊκή, ανθίζουσα οικονομία της χώρας μου, της ξενιτιάς, για εκείνες. Ήταν όλες μάνες που είχαν αφήσει τις οικογένειές τους μακριά και είχαν μεταναστεύσει ως "υπηρετικό προσωπικό", για να στέλνουν χρήματα, έτσι ώστε να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.

Θυμάμαι τώρα τη Γιελένα από το Τμπιλίσι, που φρόντιζε την μικρή και διατηρούσε καθαρό το σπίτι για δύο χρόνια. Ήταν εκείνη που φτούρησε κοντά μας. Οι άλλες δεν έκαναν. Ήταν ή αλκοολικές, ή καταθλιπτικές και έφευγαν με τη μία. Η Γιελένα όμως, μετά από την δοκιμαστική εβδομάδα στενής παρακολούθησης και με τις δέουσες συστάσεις από το προηγούμενο σπίτι όπου δούλευε, ήρθε και έμεινε.

Όλη μέρα δούλευε να μη σκέφτεται, κοίταζε το παιδί που την αγαπούσε πολύ γιατί ήταν καλή και έπαιζε μαζί της, αλλά όταν γύριζα σπίτι και της έλεγα να πάει να ξεκουραστεί, η Γιελένα έβγαινε έξω στη βεράντα και κάπνιζε (μέσα απαγορευόταν αυστηρά το τσιγάρο) κοιτώντας προς το βουνό, σα να χάραζε νοητό τούνελ με τη σκέψη της και να προσπαθούσε να φτάσει στην αυλή του δικού της σπιτιού στις παρυφές του Καυκάσου. Όταν δεν αγνάντευε, αποσυρόταν στο δωμάτιό της κι έγραφε γράμματα μέχρι να την πάρει ο ύπνος.

Αναρωτιέμαι αν τα έστελνε ποτέ όλα αυτά τα γράμματα…

Δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου στην αρχή και με τα χίλια ζόρια την κατάφερα να κάθεται μαζί μας στο τραπέζι και να συνηθίσει σε κάποια ελληνικά φαγητά. Μετά από λίγο, άρχισε να μας μαγειρεύει γεωργιανά και έτσι λίγο της άνοιξε η όρεξη.Έπαιζε πιάνο καμιά φορά όταν έλειπα (μου το έλεγε η μικρή), αλλά μετά από λίγο το έκοψε, γιατί όπως μου εκμυστηρεύτηκε, τη στεναχωρούσε πιο πολύ απ' ότι την έκανε να χαίρεται.

Όταν κάποιες φορές κουβεντιάζαμε και μου ανοιγόταν σε σπαστά ελληνικά, μου μίλαγε για την οικογένειά της στη Γεωργία, την καταστροφή μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το χάος και τη μαφία που κυβερνούσε μετά, το χωρισμό τη με τον άντρα της που κατέληξε άνεργος και αλκοολικός, το γιό της που έμενε με την αδερφή της και ήταν χαρισματικός στα μαθηματικά, τον οποίο είχε να δει τέσσερα χρόνια.

Πέρασαν άλλοι τρεις μήνες μέχρι να μάθω ότι η Γιελένα ήταν πιανίστρια και ότι είχε σπουδάσει και κλασικό τραγούδι. Η Γιελένα όμως δεν τραγούδησε ποτέ τα δυο χρόνια που ήταν μαζί μας.

Κάποιες από τις λίγες φορές που καθίσαμε μαζί αφού το παιδί είχε πάει για ύπνο, η Γιελένα, ανάμεσα στην κουβέντα δάκρυζε και πέταγε κάποιες φράσεις στα ρώσικα που ήταν η μητρική της γλώσσα (η μαμά της ήταν από τη Ρωσία). Έλεγε"εσείς δεν καταλαβαίνετε πως είναι να τα χάνεις όλα και να παίρνεις τους δρόμους, για να σωθείς και να σώσεις ό,τι μπορείς". Είναι αλήθεια πως όσο κι αν της έλεγα ότι την καταλαβαίνω, πάντα ανατρίχιαζα στην ιδέα ότι είχε να δει το παιδί της τόσα χρόνια. Το θεωρούσα αδιανόητο. Βαθειά μέσα μου μπορεί και να την είχα κατηγορήσει για ασπλαχνία. "Ποτέ εγώ!", ήταν η πρώτη μου, ανώριμη κι εκ του ασφαλούς, σκέψη.

Η Γιελένα μια μέρα ήρθε και μου ανακοίνωσε ότι φεύγει, έτσι στα ξαφνικά. Μου ήρθε ταμπλάς. Θύμωσα, που χωρίς προειδοποίηση θα με άφηνε στα κρύα του λουτρού, τώρα που είχαμε βολευτεί (εγώ) και πήγαιναν όλα ρολόι (για μένα). Μάζεψε το ίδιο πρωί τα πράγματα της όπως-όπως και την πήγα με το αυτοκίνητο στην Ομόνοια. Της είχα κατεβάσει μούτρα, αλλά της έδωσα όλο το μισθό του μήνα και κάτι παραπάνω κι ας ήταν μόνο η αρχή του. Τότε είχα δουλειά κι έβγαζα πολλά, δεν τα σκεφτόμουν τόσο, άσε που αγριεύτηκα με την προοπτική του ταξιδιού της. Φοβήθηκα μην της τύχει τίποτα και βρεθεί στην ανάγκη. Την αποχαιρέτησα και την άφησα εκεί που θα έπαιρνε το λεωφορείο για την Τουρκία και από εκεί για το σπίτι της και το παιδί της. Της είπα ότι θα μας λείψει…

Η μικρή πήγε να σκάσει όταν γύρισε από το σχολείο και δε βρήκε τη Γιελένα στο σπίτι. Έκλαιγε και προσπαθούσα να της εξηγήσω τα ανεξήγητα κι ανεκδιήγητα. Ότι η Γιελένα θα έφευγε κάποτε γιατί ήταν ‘ξένη’ και θα γυρνούσε αργά ή γρήγορα στην πατρίδα της.

"Δεν καταλαβαίνετε τι είναι να αφήνεις τη χώρα σου, να χάνεις τη χώρα σου", έλεγε εμφατικά κι είχε δίκιο. Τότε, έλεγα ότι την καταλάβαινα, την πονούσα, αλλά να τη νιώσω δεν μπορούσα. Τώρα τη νιώθω πολύ καλά. Τώρα, που έρχομαι στη θέση της και χάνω τη δική μου χώρα.
Twitter Bird Gadget