Κώστας Μεντής: [Χτυπάει παλαμάκια να έρθει ο Ζήκος]
Κώστας Χατζηχρήστος: Εσύ όχι παλαμάκια! Να παλαμοκροτάν αυτοί που πληρώνουν! Όχι εσύ που… θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα, έτσι;
Κώστας Χατζηχρήστος: Κουβάλησες και την ανηψιά σου εδώ πέρα να μας κάνει την όμορφη!
Κώστας Μεντής: Ποια ανηψιά μου βρε; Γυναίκα μου είναι!
Κώστας Χατζηχρήστος: Γυναίκα σου; Δικιά σου;
Κώστας Μεντής: Όχι του γείτονα! Με αγάπησε και με πήρε!
Κώστας Χατζηχρήστος: Σ’ αγάπησε; Τι αγάπησε από εσένα βρε κακομούστακε;
[Προς τη γυναίκα:] Ο άντρας σου είναι αυτός;
Κώστας Μεντής: Ναι!
Κώστας Χατζηχρήστος: Άντρας σου; Καλά να πάθεις! Τι του λιμπίστηκες του κομοδίνου; Εμείς αυτούς στο χωριό, τους πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η ράτσα!
Κώστας Χατζηχρήστος: [Σηκώνει το τηλέφωνο] Άντε ‘μπρος! Τι ‘ν’ εδώ; Κατάστημα τροφίμων. Στο τηλέφωνο ο αποδιοικητής… Τι κάνετε κυρία γιατρέσσα;… Ε, πώς να ‘μαστε; Προσεχώς καλύτερα!… Τι να ‘χουμε; Στα ράφια δεν έχουμε! Μήπως θέλετε να δω μέσα στις γενικές αποθήκες;
[Πάει μέσα. Σε λίγο ακούγονται ήχοι από σπασίματα.]
Κώστας Χατζηχρήστος: [Πιάνει το τηλέφωνο] Μ’ ακούτε μαντάμ; Το εμπόρευμα μόλις εξαντλήθη λόγω κατεδαφίσεως!
Κώστας Χατζηχρήστος: [Μιλάει στο τηλέφωνο] Τι να ‘χουμε; Ναι, νομίζω πως έχουμε ένα και μοναχικό. Για αναμείνατε ολίγον τι… Είναι αυτό που έχει μια τρούπα στη μέση;… Δεν ξέρω να σας πω τι μάρκα είναι γιατί τα γράμματα είναι τ’ ανάσκελα!… Ε, μάλλον δεν θα είναι ελληνικής κατασκευής, θα είναι αλλοδαπής προελεύσεως, γιατί βλέπω πολλά μασκαραλίκια απ’ όξω! Έχει κάτι γατιά, κάτι λιοντάρια!… Πάντως εσείς θα τα φάτε;… Όχι, θα τ’ ανάψετε!… Ε, άμα ανάψουν ανάψανε! Μάλιστα θα τα στείλω σε πρώτη ευκαιρία γιατί λείπει ο μικρός!… Σας μερσώ μαντάμ! Ωρέ ντουβάρ!
Κώστας Χατζηχρήστος: Εσύ όχι παλαμάκια! Να παλαμοκροτάν αυτοί που πληρώνουν! Όχι εσύ που… θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα, έτσι;
Κώστας Χατζηχρήστος: Κουβάλησες και την ανηψιά σου εδώ πέρα να μας κάνει την όμορφη!
Κώστας Μεντής: Ποια ανηψιά μου βρε; Γυναίκα μου είναι!
Κώστας Χατζηχρήστος: Γυναίκα σου; Δικιά σου;
Κώστας Μεντής: Όχι του γείτονα! Με αγάπησε και με πήρε!
Κώστας Χατζηχρήστος: Σ’ αγάπησε; Τι αγάπησε από εσένα βρε κακομούστακε;
[Προς τη γυναίκα:] Ο άντρας σου είναι αυτός;
Κώστας Μεντής: Ναι!
Κώστας Χατζηχρήστος: Άντρας σου; Καλά να πάθεις! Τι του λιμπίστηκες του κομοδίνου; Εμείς αυτούς στο χωριό, τους πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η ράτσα!
Κώστας Χατζηχρήστος: [Σηκώνει το τηλέφωνο] Άντε ‘μπρος! Τι ‘ν’ εδώ; Κατάστημα τροφίμων. Στο τηλέφωνο ο αποδιοικητής… Τι κάνετε κυρία γιατρέσσα;… Ε, πώς να ‘μαστε; Προσεχώς καλύτερα!… Τι να ‘χουμε; Στα ράφια δεν έχουμε! Μήπως θέλετε να δω μέσα στις γενικές αποθήκες;
[Πάει μέσα. Σε λίγο ακούγονται ήχοι από σπασίματα.]
Κώστας Χατζηχρήστος: [Πιάνει το τηλέφωνο] Μ’ ακούτε μαντάμ; Το εμπόρευμα μόλις εξαντλήθη λόγω κατεδαφίσεως!
Κώστας Χατζηχρήστος: [Μιλάει στο τηλέφωνο] Τι να ‘χουμε; Ναι, νομίζω πως έχουμε ένα και μοναχικό. Για αναμείνατε ολίγον τι… Είναι αυτό που έχει μια τρούπα στη μέση;… Δεν ξέρω να σας πω τι μάρκα είναι γιατί τα γράμματα είναι τ’ ανάσκελα!… Ε, μάλλον δεν θα είναι ελληνικής κατασκευής, θα είναι αλλοδαπής προελεύσεως, γιατί βλέπω πολλά μασκαραλίκια απ’ όξω! Έχει κάτι γατιά, κάτι λιοντάρια!… Πάντως εσείς θα τα φάτε;… Όχι, θα τ’ ανάψετε!… Ε, άμα ανάψουν ανάψανε! Μάλιστα θα τα στείλω σε πρώτη ευκαιρία γιατί λείπει ο μικρός!… Σας μερσώ μαντάμ! Ωρέ ντουβάρ!