«Οταν αγόρασα το µαγαζί και πήγα για πρώτη φορά στα δικαστήρια ήµουν 39 ετών και σήµερα είµαι 65. Αν γνώριζα πόσα χρόνια θα περνούσαν για να βρω το δίκιο µου, θα τα είχα παρατήσει από την αρχή. Ηµουνα νιος και γέρασα». Με τα λόγια αυτά είχε περιγράψει τη δικαστική του οδύσσεια ο Βαγγέλης Πεσματζόγλου, μόλις πληροφορήθηκε ότι η δικαίωση που μάταια αναζητούσε στα δικαστήρια της χώρας μας ήρθε τελικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Οι δικαστές του Στρασβούργου για την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης επί 22 χρόνια και 6 μήνες καταδίκασαν την Ελλάδα να πληρώσει στο ζεύγος Πεσματζόγλου συνολική χρηματική αποζημίωση 24.000 ευρώ. Η περιπέτεια του Βαγγέλη Πεσµατζόγλου στα ελληνικά δικαστήρια χρονολογείται το 1985. Τότε, που µαζί µε τη σύζυγό του αγόρασε ένα µικρό ακίνητο στο Αιγάλεω για να στεγάσει την επιχείρηση παιχνιδιών που είχε.
Η πωλήτρια όμως, παρά το γεγονός ότι είχαν υπογράψει προσύμφωνο και είχε καταβληθεί το τίμημα, υπαναχώρησε. Βρήκε άλλη αγοράστρια που έδινε περισσότερα χρήµατα και, όπως προκύπτει και από τη δικογραφία, δεν επέστρεψε στο ζευγάρι το ποσό που είχε πληρώσει. Το νεαρό - την εποχή εκείνη - ζευγάρι αποφάσισε να προσφύγει στα δικαστήρια για να βρει το δίκιο του και να πάρει πίσω το µαγαζί του.
Υστερα από 10 χρόνια εκδόθηκε η πρώτη απόφαση που δικαίωνε τους αρχικούς αγοραστές. Οι αντίδικοί τους άσκησαν έφεση. Το ζεύγος Πεσματζόγλου κέρδισε και τη δεύτερη μάχη, αλλά η διαμάχη συνεχίστηκε καθώς ακολούθησε και αναίρεση. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναίρεσε την απόφαση και η υπόθεση ξανακρίθηκε από μηδενική βάση στο Εφετείο, που έπειτα από 21 χρόνια ανέτρεψε τα δεδομένα.
«Αφού δεν µπόρεσα να βρω το δίκιο µου στα ελληνικά δικαστήρια, αναγκάστηκα να προσφύγω στα ευρωπαϊκά. Η απόφαση µε δικαίωσε, αλλά τότε που εγώ χρειαζόµουν το µαγαζί που είχα αγοράσει για να δουλέψω δεν το είχα… Δεν θέλω ούτε ο εχθρός µου να ταλαιπωρηθεί όπως εγώ όλα αυτά τα χρόνια», λέει ο Βαγγέλης Πεσµατζόγλου.